- Ἀρίστωνα
- Ἀρίστωνmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ἀρίστων' — Ἀρίστωνα , Ἀρίστων masc acc sg Ἀρίστωνι , Ἀρίστων masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λεωτυχίδας ή Λευτυχίδας — (; – 469; π.Χ.). Βασιλιάς της Σπάρτης (491 476; π.Χ.). Καταγόταν από το γένος των Ευρυπωντιδών και διαδέχθηκε στον θρόνο τον Δημάρατο με τη βοήθεια του Κλεομένη. Ο Λ. ήθελε να εκδικηθεί τον Δημάρατο για λόγους ερωτικής αντιζηλίας και ορκίστηκε… … Dictionary of Greek
Eteocypriot — language name=Eteocypriot nativename=? familycolor=?Unknown states=Formerly spoken in Cyprus region=Eastern Mediterranean Sea extinct=effectively extinct from about the beginning of the 4th century BCE, family=Language isolate or unknown… … Wikipedia
Eteocypriot language — Eteocypriot Spoken in Formerly spoken in Cyprus Region Eastern Mediterranean Sea Extinct effectively extinct from about the beginning of the 4th century BCE, Language family … Wikipedia
Idioma eteochipriota — Eteochipriota ? Hablado en Chipre Región Mediterráneo oriental Hablantes Extinto (s. IV a. C.) Familia No clasificada … Wikipedia Español
Этеокипрский язык — Этеокипрский Самоназвание: неизвестно; самоназвание народа неизвестно (тевкры?) Страны … Википедия
Кипро-минойский язык — Этеокипрский Самоназвание: неизвестно; самоназвание народа неизвестно (тевкры?) Страны: Кипр Вымер: V век? Классификация Категория … Википедия
αγητός — (6ος αι. π.Χ.).Σπαρτιάτης, γιος του Αλκείδου και φίλος του βασιλιά της Σπάρτης Αρίστωνος. Ο Ά. είχε νυμφευτεί μια από τις ωραιότερες γυναίκες του Άργους, που σύμφωνα με την παράδοση ήταν ως βρέφος πολύ άσχημη, αλλά η τροφός της την πήγαινε… … Dictionary of Greek
ιουλίς — Μία από τις τέσσερις αρχαίες πόλεις της Κέας. Υπήρξε πατρίδα των ποιητών Βακχυλίδη και Σιμωνίδη του Κείου, του γιατρού Ερασίστρατου και του φιλοσόφου Αρίστωνα. * * * η (Α ἰουλίς) [ίουλος] νεοελλ. γένος ακανθοπτερύγιων ψαριών που περιλαμβάνει… … Dictionary of Greek
κνίζω — (AM κνίζω) νεοελλ. προκαλώ κνησμό, ερεθίζω το δέρμα μσν. αρχ. 1. ξύνω 2. πληγώνω, κεντώ, κάνω αμυχή αρχ. 1. (για έρωτα ή άλλα αισθήματα) πειράζω, ερεθίζω (α. «τὸν δὲ Ἀρίστωνα ἐκνιζε ἄρα τῆς γυναικὸς ταύτης ἔρως», Ηρόδ. β. «μὴ κόρος ἐλθὼν κνίσῃ»,… … Dictionary of Greek